Ο Ανδρέας Παπανδρέου, η ακραία επικοινωνιακή διαχείριση των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις από τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, η πιθανότητα ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ακόμη και η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στα 12 εκατομμύρια έγγραφα που αποχαρακτήρισε η CIA προκειμένου να δοθούν στη δημοσιότητα.
Στην πραγματικά τεράστια αυτή βάση δεδομένων περιλαμβάνονται αναλύσεις, γεγονότα και εκτιμήσεις από τη δεκαετία του 1940 έως και εκείνη του 1990. Σε κάποιες από αυτές οι εκτιμήσεις αποδείχθηκαν εκ των υστέρων σωστές, σε ορισμένες άλλες οι αναλυτές διαψεύσθηκαν από τα γεγονότα.
Ήδη από τη δεκαετία του '50 οι Αμερικανοί φαίνεται να γνώριζαν πολύ καλά τις ευαισθησίες Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ είχαν χαρτογραφήσει μέχρι τελευταίας μονάδας τα στρατιωτικά δεδομένα στην Κύπρο. Η πολύ καλή εικόνα που είχαν για την κατάσταση της Κύπρου τούς προσέφερε και τη δυνατότητα να προβλέψουν εκείνο που επιβεβαιώθηκε το 1974. ότι, δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προβάλει πραγματική αντίσταση σε πιθανή τουρκική εισβολή παρά μόνο γενικεύοντας τη σύγκρουση στον Έβρο και στο Αιγαίο. Παραμονές των Ιουλιανών του '65, δεν είχαν αντιληφθεί ούτε τον σχεδιασμό που υπήρχε ούτε την πιθανότητα πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σε έγγραφα τής δεκαετίας του 1970, μετά τον «Αττίλα» του 1974 και την κρίση του «Χόρα» το 1976, αλλά και της δεκαετίας του 1980, έπειτα από την αναζωπύρωση στο Αιγαίο λόγω της εξόδου του μετονομασμένου σε «Σισμίκ» ωκεανογραφικού σκάφους, η CIA προχωράει σε εκτεταμένες αναλύσεις για την πιθανότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελληνοτουρκική σύγκρουση στο αρχιπέλαγος. Η κρίση του Ιανουαρίου 1996 στα Ιμια, η οποία απουσιάζει από τα δημοσιευμένα από τη CIA έγγραφα, είχε εν πολλοίς προβλεφθεί από τους Αμερικανούς. Ωστόσο, αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, για την οποία εξακολουθούν να υφίστανται πολλά ερωτήματα, που μένει ακόμη να απαντηθούν.
«Απόλυτο πλεονέκτημα Άγκυρας στην Κύπρο»
Η CIA εκτιμούσε από το 1987 ότι η στρατιωτική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα ανατραπεί τα επόμενα χρόνια
Στα αποχαρακτηρισμένα -και ως εκ τούτου ελεύθερα προς αποδέσμευση- έγγραφα της CIA, περιλαμβάνονται αρκετά που αφορούν το περιβάλλον στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, η οποία έφερε τις δύο χώρες στο κατώφλι της πολεμικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Σε αναφορά της 16ης Οκτωβρίου 1987, ο ταγματάρχης Χάρι Ντινέλα, αξιωματικός της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Αναλύσεων Απειλών (USAITAC), περιγράφει σε ένα λεπτομερές, μέχρι σήμερα απόρρητο έγγραφο, μια εικόνα σχεδόν απόλυτης στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο και, παράλληλα, το απόλυτο πολιτικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα της Άγκυρας στην Κύπρο. Στην περίπτωση Θράκης και Αιγαίου το έγγραφο τονίζει τα εξής πέντε σημεία:
Πρώτον, Σε περίπτωση σύγκρουσης στη Θράκη, οι απώλειες σε προσωπικό και εξοπλισμούς θα είναι ιδιαίτερα υψηλές, δίχως αυτό να εξασφαλίζει κάποιο ουσιαστικό πλεονέκτημα ή εδαφικό κέρδος.
Δεύτερον, ανάλογες υψηλές απώλειες αναμένεται να υπάρξουν και σε περίπτωση εισβολής της Τουρκίας στα έξι μεγαλύτερα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, τα οποία, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η Ελλάδα θα κατορθώσει να υπερασπιστεί επιτυχώς.
Τρίτον, ίσως η Τουρκία κατορθώσει να καταλάβει κάποιο από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου, με πλέον βασικό ενδεχόμενο το Καστελλόριζο.
Τέταρτον, στο Αιγαίο η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας στον αέρα και στη θάλασσα, κάτι που σύμφωνα με τον αναλυτή αιτιολογεί την ελληνική επίδειξη πυγμής (ο αναλυτής πάντως χρησιμοποιεί τη λέξη «bravado» που παραπέμπει σε λιγότερο ευπρεπείς όρους όπως «τσαμπουκάς» ή «νταηλίκι») στην κρίση του Μαρτίου 1987.
Πέμπτον, καμία πλευρά δεν θέλει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Και τονίζεται ότι: «Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως φάνηκε τον Μάρτιο του 1987, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να υποχωρήσει από μια κατάσταση πιθανής σύγκρουσης -ιδιαίτερα στο Αιγαίο- απ' όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν».
Στην Κύπρο
Για την περίπτωση ενός πιθανού μετώπου στην Κύπρο σημειώνονται τα εξής: Πρώτον, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να υπερασπιστεί τη «Νότια Κύπρο» αν σημειωθεί μια αποφασιστική τουρκική επίθεση, εκτός αν ανοίξει μέτωπα στη Θράκη και στο Αιγαίο.
Δεύτερον, σε περίπτωση πολέμου στην Κύπρο, οι απώλειες και στις δύο πλευρές, κυρίως όμως στο νότιο τμήμα του νησιού θα είναι υψηλές σε στρατό και πολίτες, ενώ θα χαθούν και περιουσίες. Στο τέλος, «η Τουρκία θα υπερισχύσει».
Τρίτον, ελληνοτουρκική σύγκρουση στο Αιγαίο θα οδηγήσει πιθανότατα σε προώθηση των Τούρκων στην Κύπρο, ιδιαίτερα αν η Τουρκία υποστεί βαριές απώλειες στο Αρχιπέλαγος.
Τέταρτον, το επίπεδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο αποτελεί έναν παράγοντα που καθιστά την Αθήνα πιο μετριοπαθή έναντι μιας πιθανής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Ο στρατιωτικός αναλυτής καταλήγει, ωστόσο, ότι η υπάρχουσα στρατιωτική ισορροπία θα ανατραπεί «την επόμενη δεκαετία υπέρ της Τουρκίας», καθώς η Ελλάδα «δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει» τον εξοπλιστικό αγώνα μακροπρόθεσμα.
Ως προς την ισορροπία δυνάμεων, οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή εκτιμούν, μεταξύ άλλων, ότι στα μέσα της δεκαετίας του '90 η Τουρκία «θα έχει διπλάσια ή και περισσότερα» F-16 από την Ελλάδα, ενώ «ταυτόχρονα, εκσυγχρονίζει τον στόλο με νέα πλοία».
Ο ταγματάρχης καταλήγει λέγοντας ότι, υπό τις συνθήκες του 1987, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανότερο να είναι η πλευρά που θα ξεκινήσει εχθροπραξίες. Σημειώνει, ωστόσο, ότι όσο η Τουρκία «δυναμώνει την επόμενη δεκαετία, η πιθανότητα της Ελλάδας να ξεκινήσει εχθροπραξίες πιθανότατα θα μειωθεί».
Η κατάσταση που οδήγησε στην κρίση του Μαρτίου 1987 παρατηρούνταν με ανησυχία από τη CIA, αρκετά χρόνια νωρίτερα. Σε έγγραφο με τίτλο «Οι επιδεινούμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις» και ημερομηνία 8 Μαρτίου 1985, τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους η Αθήνα και η Αγκυρα κατόρθωσαν να αποφύγουν «κλιμάκωση εχθροπραξιών σε ένα περιστατικό, όπου ένας μικρός αριθμός Τούρκων στρατιωτικών υποτίθεται ότι πέρασε τα σύνορα στη Θράκη και άνοιξε πυρ ως απάντηση σε λεκτικός προκλήσεις από μια ελληνική περίπολο».
Η «αστοχία» για την περίοδο των Ιουλιανών
Σε δεκασέλιδη έκθεση του Μαρτίου του 1965, τέσσερις μήνες πριν από τα Ιουλιανό, η CIA αποτιμά το πρώτο έτος της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, κρίνοντας ότι πιθανότατα ο «Γέρος της Δημοκρατίας» θα αντιμετωπίσει έναν μάλλον... ομαλό κυβερνητικό βίο. Οι συντάκτες ξεκινούν περιγράφοντας τη χαλάρωση των καταπιεστικών μέτρων της μετεμφυλιακής περιόδου κατά των Αριστερών. Μεταξύ άλλων, αναφέρουν την απελευθέρωση «πολιτικών» κρατουμένων που είχαν φυλακιστεί για εγκλήματα που διέπραξαν στις μέρες του Εμφυλίου.
Τα εισαγωγικά τα τοποθετούν οι ίδιοι οι αναλυτές της μυστικής υπηρεσίας και τα χρησιμοποιούν επίσης για τη φράση «πορείες ειρήνης», σημειώνοντας ότι ο Παπανδρέου τις επέτρεπε, ενώ ο Καραμανλής ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Η έκθεση χαρακτηρίζει «πρωταρχικό συστατικό στοιχείο της αστάθειας» της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, το ζήτημα της διαδοχής του 77χρονου πρωθυπουργού. Οι αναλυτές περιγράφουν τους δύο επικρατέστερους δελφίνους: τον γιο του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στον Παπανδρέου, που βρίσκεται εκτός κυβέρνησης την περίοδο εκείνη, αποδίδεται η μομφή ότι «ασκεί αριστερή επιρροή» στην εξωτερική πολιτική και ότι «δεν έχει διαψεύσει» ρεπορτάζ που ρίχνουν την ευθύνη στην Ουάσιγκτον για την αποπομπή του από το υπουργικό συμβούλιο.
Αναφέρονται, επίσης, φήμες ότι πρόκειται να ηγηθεί νέου σχηματισμού στα αριστερά της Ένωσης Κέντρου, που θα περιλαμβάνει στελέχη της ΕΔΑ (την οποία χαρακτηρίζουν «κόμμα – βιτρίνα» του ΚΚΕ).
Ο Μητσοτάκης -υπουργός Οικονομικών τότε- χαρακτηρίζεται «ικανός και δυναμικός», ενώ τονίζεται ότι «έχει δείξει αφοσίωση» στον Γ. Παπανδρέου. Οι συντάκτες σημειώνουν ωστόσο ότι είναι άγνωστο το μέγεθος της πολιτικής του επιρροής εκτός Κρήτης. Η έκθεση δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα διορατική όσον αφορά τη θύελλα που ερχόταν. Οι σχέσεις του πρωθυπουργού με το παλάτι χαρακτηρίζονται καλές.
Ο νέος βασιλιάς «δεν είναι ευτυχής» με κάποιες από τις πολιτικός του Παπανδρέου, αναφέρεται, αλλά η δημοτικότητα του πρωθυπουργού είναι «αρκετή για να αποθαρρύνει το παλάτι από κάποια κίνηση αντικατάστασης του». Όσο για τον στρατό, αναφέρεται ότι οι φήμες περί πραξικοπήματος, «που κυκλοφορούσαν ευρέως πριν από την ανάληψη της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, έχουν εξαφανιστεί τους τελευταίους μήνες».
Στα ενδιαφέροντα έγγραφα περιλαμβάνεται και μια εκτενής έκθεση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με ημερομηνία λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου Ο Γέρος της Δημοκρατίας και οι επικρατέστεροι δελφίνοι, Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. (3 Απριλίου 1967), όπου παρουσιάζονται στατιστικό στοιχεία, τα οποία αναδεικνύουν το χάσμα που έκτοτε έχει προκύψει μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση στοιχεία του 1966 οι πληθυσμοί σε Ελλάδα και Τουρκία είναι 8,6 και 33,1 εκατομμύρια αντιστοίχως, ενώ ως ικανοί προς στράτευση κρίνονται τα 1,6 εκατ. ανδρών στην πρώτη περίπτωση και τα 3,6 εκατ. στη δεύτερη. Το ΑΕΠ της Ελλάδας αγγίζει τα 6 δισ. δολάρια και της Τουρκίας τα 7,5 και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι 240 εκατ. και 365 εκατ. δολάρια αντιστοίχως.
Βασίλης Νέδος & Γιάννης Παλαιολόγου για την Καθημερινή
Στην πραγματικά τεράστια αυτή βάση δεδομένων περιλαμβάνονται αναλύσεις, γεγονότα και εκτιμήσεις από τη δεκαετία του 1940 έως και εκείνη του 1990. Σε κάποιες από αυτές οι εκτιμήσεις αποδείχθηκαν εκ των υστέρων σωστές, σε ορισμένες άλλες οι αναλυτές διαψεύσθηκαν από τα γεγονότα.
Ήδη από τη δεκαετία του '50 οι Αμερικανοί φαίνεται να γνώριζαν πολύ καλά τις ευαισθησίες Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ είχαν χαρτογραφήσει μέχρι τελευταίας μονάδας τα στρατιωτικά δεδομένα στην Κύπρο. Η πολύ καλή εικόνα που είχαν για την κατάσταση της Κύπρου τούς προσέφερε και τη δυνατότητα να προβλέψουν εκείνο που επιβεβαιώθηκε το 1974. ότι, δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προβάλει πραγματική αντίσταση σε πιθανή τουρκική εισβολή παρά μόνο γενικεύοντας τη σύγκρουση στον Έβρο και στο Αιγαίο. Παραμονές των Ιουλιανών του '65, δεν είχαν αντιληφθεί ούτε τον σχεδιασμό που υπήρχε ούτε την πιθανότητα πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σε έγγραφα τής δεκαετίας του 1970, μετά τον «Αττίλα» του 1974 και την κρίση του «Χόρα» το 1976, αλλά και της δεκαετίας του 1980, έπειτα από την αναζωπύρωση στο Αιγαίο λόγω της εξόδου του μετονομασμένου σε «Σισμίκ» ωκεανογραφικού σκάφους, η CIA προχωράει σε εκτεταμένες αναλύσεις για την πιθανότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελληνοτουρκική σύγκρουση στο αρχιπέλαγος. Η κρίση του Ιανουαρίου 1996 στα Ιμια, η οποία απουσιάζει από τα δημοσιευμένα από τη CIA έγγραφα, είχε εν πολλοίς προβλεφθεί από τους Αμερικανούς. Ωστόσο, αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, για την οποία εξακολουθούν να υφίστανται πολλά ερωτήματα, που μένει ακόμη να απαντηθούν.
«Απόλυτο πλεονέκτημα Άγκυρας στην Κύπρο»
Η CIA εκτιμούσε από το 1987 ότι η στρατιωτική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα ανατραπεί τα επόμενα χρόνια
Στα αποχαρακτηρισμένα -και ως εκ τούτου ελεύθερα προς αποδέσμευση- έγγραφα της CIA, περιλαμβάνονται αρκετά που αφορούν το περιβάλλον στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, η οποία έφερε τις δύο χώρες στο κατώφλι της πολεμικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Σε αναφορά της 16ης Οκτωβρίου 1987, ο ταγματάρχης Χάρι Ντινέλα, αξιωματικός της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Αναλύσεων Απειλών (USAITAC), περιγράφει σε ένα λεπτομερές, μέχρι σήμερα απόρρητο έγγραφο, μια εικόνα σχεδόν απόλυτης στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο και, παράλληλα, το απόλυτο πολιτικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα της Άγκυρας στην Κύπρο. Στην περίπτωση Θράκης και Αιγαίου το έγγραφο τονίζει τα εξής πέντε σημεία:
Πρώτον, Σε περίπτωση σύγκρουσης στη Θράκη, οι απώλειες σε προσωπικό και εξοπλισμούς θα είναι ιδιαίτερα υψηλές, δίχως αυτό να εξασφαλίζει κάποιο ουσιαστικό πλεονέκτημα ή εδαφικό κέρδος.
Δεύτερον, ανάλογες υψηλές απώλειες αναμένεται να υπάρξουν και σε περίπτωση εισβολής της Τουρκίας στα έξι μεγαλύτερα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, τα οποία, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η Ελλάδα θα κατορθώσει να υπερασπιστεί επιτυχώς.
Τρίτον, ίσως η Τουρκία κατορθώσει να καταλάβει κάποιο από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου, με πλέον βασικό ενδεχόμενο το Καστελλόριζο.
Τέταρτον, στο Αιγαίο η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας στον αέρα και στη θάλασσα, κάτι που σύμφωνα με τον αναλυτή αιτιολογεί την ελληνική επίδειξη πυγμής (ο αναλυτής πάντως χρησιμοποιεί τη λέξη «bravado» που παραπέμπει σε λιγότερο ευπρεπείς όρους όπως «τσαμπουκάς» ή «νταηλίκι») στην κρίση του Μαρτίου 1987.
Πέμπτον, καμία πλευρά δεν θέλει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Και τονίζεται ότι: «Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως φάνηκε τον Μάρτιο του 1987, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να υποχωρήσει από μια κατάσταση πιθανής σύγκρουσης -ιδιαίτερα στο Αιγαίο- απ' όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν».
Στην Κύπρο
Για την περίπτωση ενός πιθανού μετώπου στην Κύπρο σημειώνονται τα εξής: Πρώτον, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να υπερασπιστεί τη «Νότια Κύπρο» αν σημειωθεί μια αποφασιστική τουρκική επίθεση, εκτός αν ανοίξει μέτωπα στη Θράκη και στο Αιγαίο.
Δεύτερον, σε περίπτωση πολέμου στην Κύπρο, οι απώλειες και στις δύο πλευρές, κυρίως όμως στο νότιο τμήμα του νησιού θα είναι υψηλές σε στρατό και πολίτες, ενώ θα χαθούν και περιουσίες. Στο τέλος, «η Τουρκία θα υπερισχύσει».
Τρίτον, ελληνοτουρκική σύγκρουση στο Αιγαίο θα οδηγήσει πιθανότατα σε προώθηση των Τούρκων στην Κύπρο, ιδιαίτερα αν η Τουρκία υποστεί βαριές απώλειες στο Αρχιπέλαγος.
Τέταρτον, το επίπεδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο αποτελεί έναν παράγοντα που καθιστά την Αθήνα πιο μετριοπαθή έναντι μιας πιθανής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Ο στρατιωτικός αναλυτής καταλήγει, ωστόσο, ότι η υπάρχουσα στρατιωτική ισορροπία θα ανατραπεί «την επόμενη δεκαετία υπέρ της Τουρκίας», καθώς η Ελλάδα «δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει» τον εξοπλιστικό αγώνα μακροπρόθεσμα.
Ως προς την ισορροπία δυνάμεων, οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή εκτιμούν, μεταξύ άλλων, ότι στα μέσα της δεκαετίας του '90 η Τουρκία «θα έχει διπλάσια ή και περισσότερα» F-16 από την Ελλάδα, ενώ «ταυτόχρονα, εκσυγχρονίζει τον στόλο με νέα πλοία».
Ο ταγματάρχης καταλήγει λέγοντας ότι, υπό τις συνθήκες του 1987, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανότερο να είναι η πλευρά που θα ξεκινήσει εχθροπραξίες. Σημειώνει, ωστόσο, ότι όσο η Τουρκία «δυναμώνει την επόμενη δεκαετία, η πιθανότητα της Ελλάδας να ξεκινήσει εχθροπραξίες πιθανότατα θα μειωθεί».
Η κατάσταση που οδήγησε στην κρίση του Μαρτίου 1987 παρατηρούνταν με ανησυχία από τη CIA, αρκετά χρόνια νωρίτερα. Σε έγγραφο με τίτλο «Οι επιδεινούμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις» και ημερομηνία 8 Μαρτίου 1985, τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους η Αθήνα και η Αγκυρα κατόρθωσαν να αποφύγουν «κλιμάκωση εχθροπραξιών σε ένα περιστατικό, όπου ένας μικρός αριθμός Τούρκων στρατιωτικών υποτίθεται ότι πέρασε τα σύνορα στη Θράκη και άνοιξε πυρ ως απάντηση σε λεκτικός προκλήσεις από μια ελληνική περίπολο».
Η «αστοχία» για την περίοδο των Ιουλιανών
Σε δεκασέλιδη έκθεση του Μαρτίου του 1965, τέσσερις μήνες πριν από τα Ιουλιανό, η CIA αποτιμά το πρώτο έτος της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, κρίνοντας ότι πιθανότατα ο «Γέρος της Δημοκρατίας» θα αντιμετωπίσει έναν μάλλον... ομαλό κυβερνητικό βίο. Οι συντάκτες ξεκινούν περιγράφοντας τη χαλάρωση των καταπιεστικών μέτρων της μετεμφυλιακής περιόδου κατά των Αριστερών. Μεταξύ άλλων, αναφέρουν την απελευθέρωση «πολιτικών» κρατουμένων που είχαν φυλακιστεί για εγκλήματα που διέπραξαν στις μέρες του Εμφυλίου.
Τα εισαγωγικά τα τοποθετούν οι ίδιοι οι αναλυτές της μυστικής υπηρεσίας και τα χρησιμοποιούν επίσης για τη φράση «πορείες ειρήνης», σημειώνοντας ότι ο Παπανδρέου τις επέτρεπε, ενώ ο Καραμανλής ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Η έκθεση χαρακτηρίζει «πρωταρχικό συστατικό στοιχείο της αστάθειας» της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, το ζήτημα της διαδοχής του 77χρονου πρωθυπουργού. Οι αναλυτές περιγράφουν τους δύο επικρατέστερους δελφίνους: τον γιο του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στον Παπανδρέου, που βρίσκεται εκτός κυβέρνησης την περίοδο εκείνη, αποδίδεται η μομφή ότι «ασκεί αριστερή επιρροή» στην εξωτερική πολιτική και ότι «δεν έχει διαψεύσει» ρεπορτάζ που ρίχνουν την ευθύνη στην Ουάσιγκτον για την αποπομπή του από το υπουργικό συμβούλιο.
Αναφέρονται, επίσης, φήμες ότι πρόκειται να ηγηθεί νέου σχηματισμού στα αριστερά της Ένωσης Κέντρου, που θα περιλαμβάνει στελέχη της ΕΔΑ (την οποία χαρακτηρίζουν «κόμμα – βιτρίνα» του ΚΚΕ).
Ο Μητσοτάκης -υπουργός Οικονομικών τότε- χαρακτηρίζεται «ικανός και δυναμικός», ενώ τονίζεται ότι «έχει δείξει αφοσίωση» στον Γ. Παπανδρέου. Οι συντάκτες σημειώνουν ωστόσο ότι είναι άγνωστο το μέγεθος της πολιτικής του επιρροής εκτός Κρήτης. Η έκθεση δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα διορατική όσον αφορά τη θύελλα που ερχόταν. Οι σχέσεις του πρωθυπουργού με το παλάτι χαρακτηρίζονται καλές.
Ο νέος βασιλιάς «δεν είναι ευτυχής» με κάποιες από τις πολιτικός του Παπανδρέου, αναφέρεται, αλλά η δημοτικότητα του πρωθυπουργού είναι «αρκετή για να αποθαρρύνει το παλάτι από κάποια κίνηση αντικατάστασης του». Όσο για τον στρατό, αναφέρεται ότι οι φήμες περί πραξικοπήματος, «που κυκλοφορούσαν ευρέως πριν από την ανάληψη της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, έχουν εξαφανιστεί τους τελευταίους μήνες».
Στα ενδιαφέροντα έγγραφα περιλαμβάνεται και μια εκτενής έκθεση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με ημερομηνία λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου Ο Γέρος της Δημοκρατίας και οι επικρατέστεροι δελφίνοι, Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. (3 Απριλίου 1967), όπου παρουσιάζονται στατιστικό στοιχεία, τα οποία αναδεικνύουν το χάσμα που έκτοτε έχει προκύψει μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση στοιχεία του 1966 οι πληθυσμοί σε Ελλάδα και Τουρκία είναι 8,6 και 33,1 εκατομμύρια αντιστοίχως, ενώ ως ικανοί προς στράτευση κρίνονται τα 1,6 εκατ. ανδρών στην πρώτη περίπτωση και τα 3,6 εκατ. στη δεύτερη. Το ΑΕΠ της Ελλάδας αγγίζει τα 6 δισ. δολάρια και της Τουρκίας τα 7,5 και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι 240 εκατ. και 365 εκατ. δολάρια αντιστοίχως.
Βασίλης Νέδος & Γιάννης Παλαιολόγου για την Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια: